Το έργο

Βασικό αντικείμενο του έργου είναι η ανάπτυξη επιτόπιας μεθόδου για τη μελέτη υποθαλάσσιων εκροών υπογείων υδάτων στην παράκτια ζώνη με χρήση ραδιοϊχνηθετών

Τα υπόγεια ύδατα αποτελούν σημαντικό τμήμα των ηπειρωτικών υδάτων και  συμβάλουν στον υδρολογικό κύκλο σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αποθηκεύονται σε υπόγειους και υπέργειους υδροφορείς και ένα μεγάλο ποσοστό τους καταλήγει κατευθείαν στη θάλασσα μέσω υποθαλάσσιων εκροών στην παράκτια ζώνη που στη διεθνή βιβλιογραφία απαντάται συχνά απλά με τo ακρωνύμιο SGD (Submarine Groundwater Discharges).

Τα SGD είναι καθοριστικός περιβαλλοντικός παράγοντας για την παράκτια ζώνη καθώς μπορούν δυνητικά να μεταφέρουν αυξημένες ποσότητες θρεπτικών αλάτων, ιχνοστοιχείων, ραδιονουκλιδίων και λοιπών ρύπων.

Η αξιοποίησή των υπόγειων υδάτων

είναι ιδιαίτερα σημαντική από την άποψη της διαχείρισης των υδάτινων πόρων, ειδικά στην Ελλάδα όπου σε παράκτιες περιοχές υπάρχουν αυξημένες ανάγκες λόγω άρδευσης ή/και τουριστικής δραστηριότητας.

Για τους παραπάνω λόγους, η μελέτη των SGD αποτελεί ένα ενεργό ερευνητικό πεδίο στις επιστήμες της θάλασσας. Το σύνολο των ερευνητικών μελετών επικεντρώνεται στη βελτιστοποίηση υφιστάμενων τεχνικών, καθώς και στην ανάπτυξη νέων, με κύριο στόχο τον εντοπισμό και την ποσοτικοποίηση των SGD.

Η προτεινόμενη πράξη εστιάζεται στη μελέτη υποθαλάσσιων εκροών στην παράκτια ζώνη του Αργολικού κόλπου, και συγκεκριμένα στην ευρύτερη περιοχή του Αναβάλου του Κιβερίου Αργολίδας.

Σκοπός

της προτεινόμενης πράξης αποτελεί η συμβολή στην μελέτη (εντοπισμός, ποσοτικός και ποιοτικός χαρακτηρισμός, περιβαλλοντική επίπτωση) του φαινομένου SGD καθώς και η παροχή επιστημονικών εργαλείων στην προσπάθεια αξιοποίησης του εκβαλλόμενου νερού.

Στόχοι

  1. η εκτίμηση της συνολικής παροχής και η εποχιακή διακύμανση των υποθαλάσσιων εκροών στην ευρύτερη περιοχή μελέτης (ΝΔ Αργολικός κόλπος),
  2. ο προσδιορισμός του χρόνου παραμονής του υπόγειου νερού στην εν λόγω παράκτια ζώνη,
  3. η  εκτίμηση του βαθμού ανάμειξης υπόγειων υδάτων/θαλάσσιου νερού,
  4. η μελέτη της περιβαλλοντικής επίπτωσης στην παράκτια ζώνη μέσω της μεταφοράς θρεπτικών αλάτων, ιχνοστοιχείων και ραδιονουκλιδίων και
  5. η συνεχής παρακολούθηση (in situ monitoring) της ροής του νερού στην ανάβλυση του Αναβάλου.

Η καινοτομία

της πράξης αφορά στην εφαρμογή πρωτοποριακών τεχνικών που βασίζονται σε μετρήσεις φυσικής ραδιενέργειας με χρήση πυρηνικών μεθόδων (φασματομετρία-γ). Πιο συγκεκριμένα θα αξιοποιηθούν καινοτόμοι υποθαλάσσιοι ανιχνευτές επιτόπιας (in situ) φασματομετρίας-γ, σε συνδυασμό με μεθοδολογία αυτόματης ποσοτικοποίησης φυσικών ραδιοϊχνηθετών.

Η συνεισφορά

της πράξης στην επιστημονική γνώση αφορά στην ανάπτυξη νέας μεθόδου ποσοτικοποίησης των SGD μέσω επιτόπιων (in situ) μετρήσεων φασματομετρίας-γ ραδιοϊχνηθετών, (β) ποσοτικός και ποιοτικός προσδιορισμός των υποθαλάσσιων εκροών υπογείων υδάτων στην περιοχή μελέτης, (γ) προσδιορισμός της ραδιενεργού δόσης που δέχονται οι έμβιοι θαλάσσιοι οργανισμοί στην παράκτια ζώνη, (δ) η βαθμονόμηση και αξιοποίηση νέου ανιχνευτή σπινθηρισμού CeBr3 μεσαίας διακριτικής ικανότητας και (ε) στην ανάπτυξη ολοκληρωμένου λογισμικού για τον αυτόματο προσδιορισμό της συγκέντρωσης ραδιονουκλιδίων στο υδάτινο περιβάλλον με χρήση ανιχνευτών σπινθηρισμού (CeBr3 και NaI(Tl)).